λαρυγγοτομία

λαρυγγοτομία
η мед. ларинготомия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λαρυγγοτομία" в других словарях:

  • λαρυγγοτομία — λαρυγγοτομίᾱ , λαρυγγοτομία fem nom/voc/acc dual λαρυγγοτομίᾱ , λαρυγγοτομία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγοτομία — η (Α λαρυγγοτομία) [λαρυγγοτομώ] νεοελλ. διάνοιξη τού λαρυγγικού τοιχώματος για θεραπευτικούς σκοπούς αρχ. η κοπή τού λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγοτομία — η (ιατρ.), τομή και διάνοιξη του λάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρυγγοτομίας — λαρυγγοτομίᾱς , λαρυγγοτομία fem acc pl λαρυγγοτομίᾱς , λαρυγγοτομία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγοτομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγοτομία. επίρρ... λαρυγγοτομικώς και ά με βάση τις ενδείξεις τής λαρυγγοτομίας …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγοτόμος — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η λαρυγγοτομία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»